- τμήγω
- Α1. τέμνω, κόβω, σχίζω2. μέσ. τμήγομαιανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα τεμᾱ- τού τέμνω, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (βλ. λ. τέμνω) και επίθημα -γω, πιθ. αναλογικά προς το θήγω. Πιθανότερο ωστόσο φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. τμῆξαι (πρβλ. ῥῆξαι), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. τμήγω].
Dictionary of Greek. 2013.